-
1 навстречу
навстречу σε προϋπάντηση* выйти \навстречу βγαίνω σε προϋπάντηση пойти \навстречу кому-л. а) πηγαίνω να προϋπαντήσω κάποιον* б) перен. Έρχομαι να βοηθήσω κάποιον* * *вы́йти навстре́чу — βγαίνω σε προϋπάντηση
пойти́ навстре́чу кому́-л. — а)πηγαίνω να προϋπαντήσω κάποιον б) перен. έρχομαι να βοηθήσω κάποιον
См. также в других словарях:
ξεβαίνω — (Μ ξεβαίνω και ἐξεβαίνω και ἐξηβαίνω) βγαίνω από κλειστό σε ανοιχτό χώρο μσν. 1. βγαίνω από τη φυλακή, αποφυλακίζομαι 2. απελευθερώνομαι 3. αποβιβάζομαι 4. φεύγω από κάποιον χώρο, αναχωρώ, απομακρύνομαι 5. αποχωρώ από εκδήλωση ή δραστηριότητα 6.… … Dictionary of Greek